μουσοληπτούμαι

μουσοληπτούμαι
μουσοληπτοῡμαι, -όομαι (Μ) [μουσόληπτος]
εμπνέομαι από τις Μούσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”